- κάρβων
- κάρβων, ωνος, ο, Lat.A carbo, coal, PMasp.58 viii 14 (vi A.D.): pl., Anon.in EN428.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάρβων — κάρβων, ωνος, ὁ (Α) κάρβουνο, άνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. carbo, onis «άνθρακας»] … Dictionary of Greek
κάρβων — carbo masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβώνων — κάρβων carbo masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρβωνα — κάρβων carbo masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρβωνας — κάρβων carbo masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρβωνες — κάρβων carbo masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρβωνι — κάρβων carbo masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρβωνος — κάρβων carbo masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρβωσιν — κάρβων carbo masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρβώνιον — και καρβώνιν, τὸ (Μ) (υποκορ. τού κάρβων*) καρβουνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβων + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. λόγ ιον, πόδ ιον)] … Dictionary of Greek
κάρβουνο — το (Μ κάρβουνο[ν] και κάρβωνον) 1. άνθρακας, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο 2. μτφ. ερωτικός πόθος, πάθος («και να γροικού κάρβουνο στσι καρδιές τως», Πανώρ. νεοελλ. 1. κάθε είδος άνθρακα, γαιάνθρακας, λιγνίτης, λιθάνθρακας ή ξυλάνθρακας 2. (στη… … Dictionary of Greek